- προσλήψεως
- προσλήψεω̆ς , πρόσληψιςtaking in additionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος … Dictionary of Greek
ηθμοφαγία — η βιολ. τρόπος προσλήψεως τής τροφής με μορφή τροφικών σωματιδίων που φιλτράρονται από το νερό, ο οποίος χαρακτηρίζει ασπόνδυλα ή μεγάλα σπονδυλόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + φαγία (< φαγος < έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. κρεατο … Dictionary of Greek
ναυτολόγιο — το ναυτιλιακό έγγραφο που τηρείται υποχρεωτικά από τον πλοίαρχο εμπορικού πλοίου και στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία όσων εργάζονται σε αυτό καθώς και οι όροι προσλήψεώς τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия